ιεροσυλώ

ιεροσυλώ
(ε) μετ. святотатствовать, кощунствовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιεροσυλώ" в других словарях:

  • ιεροσυλώ — (Α ἱεροσυλῶ, έω) [ιερόσυλος] διαπράττω ιεροσυλία, κλέβω ιερά αντικείμενα από ναό, λεηλατώ ναό νεοελλ. ανοσιουργώ, βεβηλώνω, διαπράττω ασέβεια σε πρόσωπα ή πράγματα ιερά αρχ. φρ. α) «ἱεροσυλῶ τοὺς θεούς» ληστεύω αυτά που ανήκουν στους θεούς β)… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσυλώ — ησα, μτβ. 1. κλέβω από ναό ιερά αντικείμενα, λεηλατώ ναό, κάνω ιεροσυλία. 2. μτφ., εκδηλώνω ασέβεια προς πρόσωπα ή πράγματα που θεωρούνται ιερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱεροσυλῶ — ἱεροσῡλῶ , ἱεροσυλέω rob a temple pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἱεροσῡλῶ , ἱεροσυλέω rob a temple pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροσύλῳ — ἱεροσύ̱λῳ , ἱερόσυλος temple robber masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερόσυλημα — το (Α ἱεροσύλημα) [ιεροσυλώ] νεοελλ. το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό αρχ. η ενέργεια τού ιεροσυλώ*, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία …   Dictionary of Greek

  • ιεροσύληση — η (Α ἱεροσύλησις) [ιεροσυλώ] (πιθ. εσφ. γρ.) ιεροσυλία, σύληση ναού, διαρπαγή ή κλοπή ιερών αντικειμένων τού ναού …   Dictionary of Greek

  • ιεροφωρώ — ἱεροφωρῶ, έω (Α) επιγρ. ἱεροσυλῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φωρώ (< φωρος < φωρ «κλέπτης»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»